βυσσός

βυσσός
βυσσός
depth of the sea
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βύσσος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… …   Dictionary of Greek

  • βύσσω — βύσσος flax fem nom/voc/acc dual βύσσος flax fem gen sg (doric aeolic) βύζω to be frequent aor subj act 1st sg βύζω to be frequent aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύττος — βύσσος , βύσσος flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῖο — βυσσός depth of the sea masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσοῦ — βυσσός depth of the sea masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσῷ — βυσσός depth of the sea masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυσσόν — βυσσός depth of the sea masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βύσσοιο — βύσσος flax fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”